🇬🇷 el en 🇬🇧

συγκεκριμένος

specific, certain
  • συγκεκριμένα ουσιαστικά: εκείνα που σημαίνουν πρόσωπα, ζώα, πράγματα π.χ. άνδρας, αλεπού, σκευοφυλάκιο, και όχι αφηρημένες έννοιες όπως π.χ. αλήθεια, πίστη
concrete noun
Wiktionary Links