🇬🇷 el en 🇬🇧

συμπτωματικός adjective

  /sim.pto.ma.tiˈkos/
  • που έχει σχέση με τα συμπτώματα μιας ασθένειας ή αναφέρεται σ’ αυτά
symptomatic

συμπτωματικός adjective

  /sim.pto.ma.tiˈkos/
  • που έχει σχέση με σύμπτωση, αναφέρεται ή οφείλεται σ’ αυτή
coincidental
Wiktionary Links