🇬🇷 el en 🇬🇧

συμφωνία noun

  /siɱ.foˈni.a/
  • η κοινή πεποίθηση ή δράση ασχέτως υπάρξεως ή μη κάποιας απόφασης
agreement, coherence, concordance, congruence, covenant

συμφωνία noun

  /siɱ.foˈni.a/
  • (μουσική) μουσικό έργο μεγάλης έκτασης
symphony
Wiktionary Links