🇬🇷 el en 🇬🇧

συνένωση noun

  /siˈne.no.si/
  • (προγραμματισμός) το αποτέλεσμα της προηγούμενης πράξης, που είναι επίσης μιά σειραϊκή δομή δεδομένων
concatenation
  • (προγραμματισμός) η πράξη της ένωσης σειραϊκά μίας ή περισσοτέρων σειραϊκών (sequential) δομών δεδομένων (data structures), με πιο γνωστή την ένωση συμβολοσειρών (strings)
join
Wiktionary Links