🇬🇷 el en 🇬🇧

συναγερμός noun

  • κάλεσμα και κινητοποίηση ατόμων ή ειδικών ομάδων λόγω κάποιας έκτακτης ανάγκης
alert
  • μηχανισμός που τοποθετείται σε αντικείμενα ή οικήματα και εκπέμπει ειδικό ηχητικό σήμα για να προειδοποιήσει ότι κάτι ξαφνικό συμβαίνει
alarm
Wiktionary Links