🇬🇷 el en 🇬🇧

συναγωγή noun

  /si.na.ɣoˈʝi/
  • (φυσική) η θερμοσυναγωγή, τρόπος με τον οποίο μεταφέρεται η θερμότητα μέσα σε ένα ρευστό
synagogue, convection
  • το αποτέλεσμα του συνάγω (π.χ. ένα συμπέρασμα)
synagogue, synagog
assembly
Wiktionary Links