🇬🇷 el en 🇬🇧

συναντίληψη noun

  /si.nanˈdi.li.psi/
  • (λόγιο, ειδικότερα) συναίνεση, συμφωνία, κοινή αντίληψη για την αντιμετώπιση κάποιων καταστάσεων
MOU, MoU, memorandum of understanding
  • (λόγιο) βοήθεια, συμπαράσταση, από κοινού υποστήριξη, αλληλεγγύη
assistance, protection, support
Wiktionary Links