🇬🇷 el en 🇬🇧

συνείδηση noun

  /siˈni.ði.si/
  • η ηθική αντίληψη, η διάκριση του καλού από το κακό
conscience
  • η επίγνωση του εαυτού, του περιβάλλοντος, της πραγματικότητας
awareness, consciousness
  • η κατάσταση του ανθρώπου κατά την οποία έχει τις αισθήσεις του και τις πνευματικές του λειτουργίες ανέπαφες
consciousness
Wiktionary Links