🇬🇷 el en 🇬🇧

συνεπαγωγή noun

conclusion
  • (λογική) λογικός δυαδικός τελεστής (πράξη) που δέχεται δύο λογικές προτάσεις και δίνει αποτέλεσμα 'Ψευδής' (false) μόνο όταν η αριστερή πρόταση είναι 'Αληθής' (true) και η δεξιά 'Ψευδής', αλλιώς δίνει 'Αληθής'.
hypothetical proposition, material implication
Wiktionary Links