🇬🇷 el en 🇬🇧

συνοδεία adverb

  /si.noˈði.a/
  • Η αρχαία δοτική ενικού της λέξης (συνοδείᾳ) χρησιμοποιείται και σήμερα επιρρηματικά (χωρίς να σημειώνεται η υπογεγραμμένη): με συνοδεία
accompaniment, escort
Wiktionary Links