🇬🇷 el en 🇬🇧

συντάσσομαι verb

  • τάσσομαι στο πλευρό κάποιου, συμφωνώ με τη γνώμη του
agree with
  • (συντακτικό, για λέξεις) τοποθετούμαι όχι αυθαίρετα, αλλά σε μια σειρά και με μορφή-τύπο που ορίζεται από κάποιους κανόνες
agree, agree with, align, concur, join, share
  • γράφομαι, όταν γράφεται κάτι από πολλούς, ή σχετικά περίπλοκο, ή που έχει μια ορισμένη σειρά ή απαιτητική δομή, κάτι επίσημο, κάτι που απαιτεί σύνθεση δεδομένων
compile, draw up, prepare
  • (στο στρατό και στη γυμναστική:) τάσσομαι κατά μία ορισμένη σειρά ή μορφή παράταξης
form into line, line up
Wiktionary Links