🇬🇷 el en 🇬🇧

σφαίρα noun

  /ˈsfe.ɾa/
  • (γεωμετρία, στερεομετρία) το γεωμετρικό στερεό στο οποίο όλα τα σημεία της επιφάνειας ισαπέχουν από το κέντρο του
sphere, ball
  • (πυρομαχικά) βολίδα φορητού πυροβόλου όπλου, μπόλι, φυσέκι, φυσίγγιο
bullet
  • (μεταφορικά) νοητός χώρος με μία χαρακτηριστική ιδιότητα
  • (μεταφορικά) πεδίο δράσης, περιοχή δικαιοδοσίας
realm, sphere
  • (αθλητισμός) μεταλλικό σφαιρικό αντικείμενο συγκεκριμένου μεγέθους που χρησιμοποιείται σε άθλημα
shot put
Wiktionary Links