🇬🇷 el en 🇬🇧

σφιχτός adjective

  /sfiˈxtos/
  • που περιβάλλει και κρατά κάτι ή κάποιον δυνατά, πιέζοντας, ώστε να μην μπορεί να κινηθεί
  • που έχει σφιχτεί πολύ, που δεν ανοίγεται ή λύνεται εύκολα
  • (μεταφορικά) που δεν ξοδεύει εύκολα, που προσέχει υπερβολικά τα χρήματά του
tight
  • που περιέχει υγρασία σε μικρό βαθμό
hard-boiled, thick
Wiktionary Links