🇬🇷 el en 🇬🇧

σύγχρονος adjective

  /ˈsiŋ.xɾo.nos/
  • που συμβαδίζει με το πνεύμα της εποχής μας και υιοθετεί τις αντιλήψεις και καινοτομίες της σε αντίθεση με αυτόν που παραμένει προσκολλημένος στο παρελθόν
contemporary, modern
Wiktionary Links