🇬🇷 el en 🇬🇧

σύλληψη noun

  • η, από αρμόδια όργανα, αφαίρεση της ελευθερίας και ο περιορισμός των κινήσεων ενός ατόμου που θεωρείται ύποπτο
arrest
  • η συνένωση ωαρίου και σπερματοζωαρίου με αποτέλεσμα τη δημιουργία αρχικού κυττάρου οργανισμού
arrest, conception
  • (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) η αρχική νοητική αναπαράσταση μιας ιδέας
arrest, conceptualization
Wiktionary Links