🇬🇷 el en 🇬🇧

σύνδεση noun

  • η ένωση δυο ή περισσότερων πραγμάτων
connection
  • (προγραμματισμός) η συσχέτιση ενός ονόματος (μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ) με μια οντότητα (κώδικας ή δεδομένα) ενός προγράμματος
binding, name binding
Wiktionary Links