🇬🇷 el en 🇬🇧

σύνθεση noun

synthesis, composite
  • (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η χρήση αντικειμένων που περιέχουν άλλα αντικείμενα ως μέλη δεδομένων
composition
Wiktionary Links