🇬🇷 el en 🇬🇧

σύνοδος noun

  /ˈsi.no.ðos/
  • περίοδος λειτουργίας ενός συλλογικού θεσμού
synod, session, consistory
  • τακτική ή έκτακτη συνάντηση των ηγετών ή των αντιπροσώπων χωρών που μετέχουν σε ένα διεθνή οργανισμό
conference, conjunction, meeting
  • (αστρονομία) το ουράνιο φαινόμενο κατά το οποίο δύο ουράνια σώματα εμφανίζονται στο ίδιο ουράνιο μήκος σε σχέση με τον γήινο παρατηρητή.
conjunction
Wiktionary Links