🇬🇷 el en 🇬🇧

σύνολο noun

  /ˈsi.no.lo/
  • (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) η συλλογή στοιχείων που είναι απολύτως διακριτά μεταξύ τους αλλά που αξιωματικά θεωρούμε ως μία ολότητα ή ενότητα
set
  • (γραμματική) το λεκτικό σύνολο : η ενότητα λέξεων πολύ στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους· συχνά δημιουργούν σύνθετες λέξεις
  • ένα σύνολο από έπιπλα, ρούχα, διακοσμητικά στοιχεία ή καλλιτεχνήματα που ταιριάζουν αρμονικά όλα μαζί
total
Wiktionary Links