🇬🇷 el en 🇬🇧

σύνταγμα noun

  /ˈsin.da.ɣma/
  • (νομικός όρος) ο θεμελιώδης νόμος μιας δημοκρατικής πολιτείας
constitution
  • (στρατιωτικός όρος) μονάδα του στρατού ξηράς, μεγαλύτερη από το τάγμα, που αριθμεί περί τους 1.000 άνδρες
regiment

Σύνταγμα properNoun

  /ˈsin.daɣ.ma/
Syntagma
Wiktionary Links