🇬🇷 el en 🇬🇧

σύνταξη noun

  /ˈsin.da.ksi/
  • (μαθηματικά, λογική) καθορισμός των επιτρεπτών ακολουθιών συμβόλων
syntax
  • το ποσό που εισπράττει μηνιαία ένας συνταξιούχος από τον ασφαλιστικό ή συνταξιοδοτικό φορέα του ή το κράτος όταν για λόγους ηλικίας, ή ατυχήματος ή άλλους, παύει να εργάζεται και δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί
pension
  • η αποχώρηση από την εργασιακή ζωή και η οικονομική επιβίωση με τη μηνιαία είσπραξη ενός ποσού που καταθέτει ο ασφαλιστικός και συνταξιοδοτικός φορέας του πρώην εργαζόμενου
retirement, pension
  • στο δημοσιογραφικό κλάδο
newsroom
  • η τοποθέτηση των ανδρών μιας στρατιωτικής μονάδας σε στοίχους και γραμμές κατά την τακτική της συγκέντρωση
tactical formation
Wiktionary Links