🇬🇷 el en 🇬🇧

τέρμα noun

  /ˈteɾ.ma/
  • το τέλος μιας διαδρομής
end, finish
  • (αθλητισμός) χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κατακόρυφα δοκάρια (σε μερικά αθλήματα, δύο κατακόρυφα και ένα οριζόντιο), μέσα από τον οποίο πρέπει να περάσει η μπάλα για να σημειωθεί γκολ
goal
Wiktionary Links