🇬🇷 el en 🇬🇧

ταμίας noun

  /taˈmi.as/
cashier
  • (επάγγελμα) ο έμμισθος υπάλληλος που ασχολείται με την οικονομική διαχείριση μιας εταιρείας, ενός οργανισμού, ενός ιδρύματος
treasurer
Wiktionary Links