🇬🇷 el en 🇬🇧

ταμπούρο noun

  • σύστημα φρένων οχημάτων και γενικά μηχανών, στο οποίο η πέδηση γίνεται μέσα σε ειδικό τύμπανο
drum brake
  • (μουσικό όργανο) τύμπανο με ειδικό έλασμα, ταμπούρλο
snare
Wiktionary Links