🇬🇷 el en 🇬🇧

ταυ noun

  /taf/
  • Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (τ, κεφαλαίο: Τ). (Ν.Ελληνικής)
tau
  • είδος φορητού παραλληλογράφου, εργαλείο σχεδιασμού που χρησιμοποιείται στο γραμμικό σχέδιο για το σχεδιασμό παραλλήλων και έχει σχήμα αντίστοιχο του κεφαλαίου ταυ (1) με κινητό ή σταθερό το ένα τμήμα του
  • εργαλείο καθαρισμού τζαμιών / πατωμάτων (ρακλέτα)
T-square
Wiktionary Links