🇬🇷 el en 🇬🇧

ταχυδρομικός adjective

  /ta.çi.ðɾo.miˈkos/
  • που ανήκει ή σχετίζεται με το ταχυδρομείο ή με ταχυδρόμηση
postal, mailing
Wiktionary Links