🇬🇷 el en 🇬🇧
τελεστής noun |
|
---|---|
operator |
- δυαδικός τελεστής
- binary operator
- αριθμητικός τελεστής
- arithmetic operator
- συγκριτικός τελεστής
- comparison operator
- σχεσιακός τελεστής
- relational operator
- τελεστής συσχετισμού
- relational operator
- τελεστής σύγκρισης
- comparison operator
- μοναδιαίος τελεστής
- unary operator
- τριαδικός τελεστής
- ternary operator
- υποθετικός τελεστής
- conditional operator
Wiktionary Links
- ελληνικά: τελεστής