🇬🇷 el en 🇬🇧

τελικός noun

  /te.liˈci/ , /te.liˈko/ , /te.liˈkos/
  • (σε αθλήματα) ο τελευταίος αγώνας που θα κρίνει τον πρώτο από τον δεύτερο
final

τελικός adjective

  /te.liˈci/ , /te.liˈko/ , /te.liˈkos/
  • που είναι στο τέλος, ο τελευταίος
final
Wiktionary Links