🇬🇷 el en 🇬🇧

τετράγωνο noun

  /teˈtɾa.ɣo.no/
  • (γεωμετρία) παραλληλόγραμμο που είναι ορθογώνιο και ρόμβος, έχει δηλαδή τέσσερις ίσες πλευρές και τέσσερις ορθές γωνίες
square
  • (πολεοδομία) το τμήμα μιας περιοχής που σχηματίζεται από τέσσερις δρόμους χωρίς άλλο δρόμο να το διαπερνά
square, block
Wiktionary Links