🇬🇷 el en 🇬🇧

τηλέφωνο noun

  /tiˈle.fo.no/
telephone, phone
  • η εγκατάσταση μιας τηλεφωνικής συσκευής και η σύνδεσή της με το τηλεφωνικό δίκτυο που παρέχει τη δυνατότητα για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις· η τηλεφωνική σύνδεση
showerhead
Wiktionary Links