🇬🇷 el en 🇬🇧

τομέας noun

  /toˈme.as/
sector, domain, section
  • (ανατομία) το καθένα από τα τέσσερα άνω και κάτω μπροστινά δόντια της οδοντοστοιχίας
incisor
Wiktionary Links