🇬🇷 el en 🇬🇧

τράπεζα noun

  /ˈtɾa.pe.za/
  • (οικονομία) πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
  • (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
  • (γενικότερα) ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
bank
  • (θρησκεία, αρχιτεκτονική) το κτίριο της τραπεζαρίας σ' ένα μοναστήρι
refectory

Τράπεζα properNoun

Mensa
Wiktionary Links