🇬🇷 el en 🇬🇧

τρέλα noun

  /ˈtɾe.la/
  • (ιατρική) παθολογική κατάσταση κατά την οποία διαταράσσεται η πνευματική ισορροπία και η λογική του ανθρώπου
madness, insanity
Wiktionary Links