🇬🇷 el en 🇬🇧

τρίμηνο noun

  • υποδιαίρεση του σχολικού έτους στα ελληνικά γυμνάσια· στο τέλος κάθε τριμήνου οι μαθητές παίρνουν την προφορική βαθμολογία τους
trimester
  • χρονική διάρκεια τριών μηνών
quarter
Wiktionary Links