🇬🇷 el en 🇬🇧

τραπεζίτης noun

  • (ανατομία) δόντι στο πίσω μέρος του στόματος με μεγάλη μασητική επιφάνεια
molar
  • (επάγγελμα) ιδιοκτήτης τράπεζας (θηλυκό τραπεζίτρια)
banker
Wiktionary Links