🇬🇷 el en 🇬🇧

τροφοδοτώ verb

  / tɾo.fo.ðoˈto/
feed, supply
  • στηρίζω, ενισχύω, συντηρώ μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο
fuel
Wiktionary Links