🇬🇷 el en 🇬🇧

τρόμος noun

  /ˈtɾo.mos/
  • πολύ ισχυρός φόβος
terror, dread
  • (ιατρική) το να τρέμει κάποιος από ψυχοσωματική ένταση ή ασθένεια· γρήγορη και σύντομη παλμική κίνηση του σώματος ή των άκρων· τρεμούλιασμα, τρεμούλα
tremor
Wiktionary Links