🇬🇷 el en 🇬🇧

τσιμπιδάκι noun

  • εξάρτημα για να συγκρατεί τα μαλλιά, πιο στενό από φουρκέτα
bobby pin, hair clip, hair stick
  • μικρή λαβίδα για το βγάλσιμο των φρυδιών
tweezers
Wiktionary Links