🇬🇷 el en 🇬🇧

τόνος noun

  /ˈto.nos/
  • ψάρι που ανήκει στην οικογένεια των Σκομβριδών (Scombridae), κυρίως του γένους Θύννος (Thunnus)
tuna
  • (διακριτικό σημάδι) σημείο για τον τονισμό των λέξεων
accent, stress, tone, pitch
Wiktionary Links