🇬🇷 el en 🇬🇧

τόσος

  /ˈto.sos/
  • (μετά από αριθμό) και κάτι, και περισσότερο
as many, as much
  • ίδιος ή όμοιος σε σχέση με το μέγεθος, την ένταση, τη διάρκεια ή την ποσότητα
as much
  • μέχρι τέτοιου σημείου μεγάλος ή πολύς
so many, so much, such
Wiktionary Links