🇬🇷 el en 🇬🇧

υδροκρίτης noun

drainage divide, watershed
  • (γεωγραφία, γεωλογία) νοητή γραμμή που ενώνει τα υψηλότερα σημεία της μορφολογίας του εδάφους και χωρίζει τις ροές των υδάτων προς διαφορετικές λεκάνες απορροής
continental divide
Wiktionary Links