🇬🇷 el en 🇬🇧

υπάρχω verb

  /iˈpaɾ.xo/
  • έχω υπόσταση, συνιστώ μια οντότητα
  • ζω
  • υφίσταμαι
  • βρίσκομαι κάπου
  • (στον αόριστο, με κατηγορούμενο) διατελώ, είμαι
  • έχω αξία για κάποιον, είμαι κάτι σημαντικό
exist
Wiktionary Links