🇬🇷 el en 🇬🇧

υπερστήριξη noun

  • (γενικότερα) ενίσχυση ή στήριξη πέρα από το αναγκαίο επίπεδο, συχνά με σκοπό την πρόσθετη ασφάλεια ή σταθερότητα
over-support
Wiktionary Links