🇬🇷 el en 🇬🇧

υποδιαστολή noun

  /i.po.ði̯a.stoˈli/
  • (μαθηματικά) σημάδι (⸒ Unicode U+2E12) που χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει τις δεκαδικές μονάδες από τις ακέραιες
decimal point
  • (γραμματική) σημάδι (⸒ Unicode U+2E12) που χρησιμοποιείται στην αναφορική αντωνυμία ό⸒τι για να την διαφοροποιήσει από τον ειδικό σύνδεσμο ότι
hypodiastole
Wiktionary Links