🇬🇷 el en 🇬🇧

υποκινητής noun

  • αυτός που υποκινεί
inciter, instigator
  • (βιολογία, γενετική) το τμήμα του DNA (αλληλουχία νουκλεοτιδίων) που βοηθά στην έναρξη της μεταγραφής ενός γονιδίου
promoter
Wiktionary Links