🇬🇷 el en 🇬🇧
υπολογιστής noun
/i.po.lo.ʝiˈstis/
|
|
---|---|
|
computer |
- ηλεκτρονικός υπολογιστής
- computer
- προσωπικός υπολογιστής
- PC, personal computer
- υπολογιστής περιορισμένου συνόλου εντολών
- RISC, reduced instruction set computer
- υπολογιστής σύνθετου συνόλου εντολών
- CISC, complex instruction set computer
- κεντρικός υπολογιστής
- host
- φορητός υπολογιστής
- laptop
- επιτραπέζιος υπολογιστής
- desktop
- τοπικός υπολογιστής
- localhost
Wiktionary Links
- ελληνικά: υπολογιστής