🇬🇷 el en 🇬🇧
υπό
/i.po/
|
|
---|---|
under |
- υπό κλίμακα
- to scale
- πρόταση υπό συνθήκη
- conditional statement
- πρόταση υπό όρους
- conditional statement
- έκφραση υπό συνθήκη
- coditional expression
- έκφραση υπό όρους
- coditional expression
- θέτω υπό δοκιμασία
- test
- αναστολή υπό επιτήρηση
- probation
- ουδέν καινόν υπό τον ήλιον
- there is nothing new under the sun
- υπό την προϋπόθεση ότι
- provided
Wiktionary Links
- ελληνικά: υπό