🇬🇷 el en 🇬🇧

υπόβαθρο noun

  /iˈpo.va.θɾo/
  • (μεταφορικά) οι πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες που στηρίζουν ένα φαινόμενο ή, γενικότερα, την ανάπτυξη
background
  • οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από ένα σώμα ή ένα κατασκεύασμα και χρησιμοποιείται ως βάση στήριξής του
  • καθετί που λειτουργεί ως βάση για την ύπαρξη ή την ανάπτυξη κάποιου άλλου
foundation
Wiktionary Links