🇬🇷 el en 🇬🇧

υπόθεση noun

  • μία πρόταση με την οποία υποθέτουμε κάτι το οποίο είτε είναι δυνατόν να συμβεί είτε αδύνατο είτε απλώς πιθανό, ώστε να εξετάσουμε ή να δηλώσουμε τα πιθανά αποτελέσματα
  • (γραμματική) το πρώτο σκέλος ενός υποθετικού λόγου με δεύτερο την απόδοση· συνήθως είναι υποθετική πρόταση που εισάγεται με το αν, μπορεί όμως να είναι και ευθεία ερώτηση ή να έχει άλλες μορφές.
hypothesis, assumption
  • ένα θέμα που μας απασχολεί
affair, case
  • (λογική) το πρώτο (αριστερό) μέρος της συνεπαγωγής
antecedent
  • (λογική, μαθηματικά) βλ. συνώνυμο εικασία
conditional clause, conjecture
Wiktionary Links