υπόθεση
noun
|
- μία πρόταση με την οποία υποθέτουμε κάτι το οποίο είτε είναι δυνατόν να συμβεί είτε αδύνατο είτε απλώς πιθανό, ώστε να εξετάσουμε ή να δηλώσουμε τα πιθανά αποτελέσματα
- (γραμματική) το πρώτο σκέλος ενός υποθετικού λόγου με δεύτερο την απόδοση· συνήθως είναι υποθετική πρόταση που εισάγεται με το αν, μπορεί όμως να είναι και ευθεία ερώτηση ή να έχει άλλες μορφές.
|
hypothesis,
assumption
|
- ένα θέμα που μας απασχολεί
|
affair,
case
|
- (λογική) το πρώτο (αριστερό) μέρος της συνεπαγωγής
|
antecedent
|
- (λογική, μαθηματικά) βλ. συνώνυμο εικασία
|
conditional clause,
conjecture
|