🇬🇷 el en 🇬🇧

φάκελος noun

  /ˈfa.ce.los/
  • θήκη από χαρτί για την αποστολή επιστολών
envelope
  • διπλωμένο χοντρό χαρτί για το φύλαγμα χαρτιών, επιστολών, αποδείξεων, κ.λπ.
folder
  • (πληροφορική) λογικός ονοματισμένος χώρος σε δίσκο ή άλλο μέσο, συνήθως με ιεραρχική δομή δένδρου (tree), για την αποθήκευση αρχείων ή άλλων φακέλων (υποφακέλων).
folder, directory
  • πληροφορίες που κρατιούνται για ένα άτομο από την αστυνομία ή άλλες αρχές
folder, directory, file
  • (ενδυμασία, συνήθως για φούστα) που διπλώνει σαν φάκελος
wrap skirt
Wiktionary Links